«Το δε την πόλιν σοι δούναι ουτ' εμόν εστίν ουτ' άλλου των
κατοικούντων εν αυτή, κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου
φεισόμεθα της ζωής ημών» (Απάντηση του Κωνσταντίνου ΙΑ' Παλαιολόγου στον Μωάμεθ
Β')
29 Μαΐου 1453: μία ημερομηνία κομβικής σημασίας για την
ελληνική, αλλά και την παγκόσμια ιστορία, καθώς σηματοδοτεί το τέλος της
υπερχιλιετούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας- της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας,
που αποτελεί συνώνυμο της ιστορικής πορείας του μεσαιωνικού Ελληνισμού. Η Άλωση
έχει αφήσει το δικό της ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ελληνική παράδοση, η οποία για
αιώνες μετά θρηνούσε και θρηνεί το τέλος της «Ρωμανίας» και την πτώση της Πόλης
των Πόλεων, που αποτέλεσε φάρο φωτός- αλλά και απόρθητο φρούριο, προπύργιο
απέναντι στους εξ Ανατολών κινδύνους- εκεί που η Ανατολή συναντούσε τη Δύση, τα
χρόνια που στην Ευρώπη κυριαρχούσε ο σκοταδισμός και η οπισθοδρόμηση που
ακολούθησαν την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία μόνο κατ' όνομα υπήρχε τις
παραμονές της Άλωσης. Ήταν περιορισμένη, κυρίως, στην περιοχή γύρω από την
Κωνσταντινούπολη και σε κάποιες σκόρπιες περιοχές, όπως το Δεσποτάτο του
Μυστρά. Οι θρησκευτικές έριδες, οι εμφύλιες διαμάχες, οι σταυροφορίες, η
επικράτηση του φεουδαρχισμού και η εμφάνιση πολλών και επικίνδυνων εχθρών στα
σύνορά της είχαν καταστήσει την πάλαι ποτέ Αυτοκρατορία ένα «φάντασμα» του
ένδοξου παρελθόντος της.
Το Βυζάντιο σ' εκείνη την κρίσιμη στιγμή της ιστορίας του με
την οθωμανική λαίλαπα προ των πυλών του, δεν μπορούσε να ελπίζει παρά μόνο στη
βοήθεια της καθολικής Ευρώπης, η οποία όμως ήταν μισητή στους κατοίκους της
Κωνσταντινούλης. Η ύπαρξη «Ενωτικών» και «Ανθενωτικών» δίχαζε τους Βυζαντινούς.
Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έκανε μία απέλπιδα προσπάθεια, στέλνοντας
πρεσβεία στον πάπα Νικόλαο Ε' για να ζητήσει βοήθεια. Ο Πάπας έβαλε και πάλι ως
όρο την Ένωση των Εκκλησιών, αλλά αποδέχθηκε το αίτημα του αυτοκράτορα να
στείλει στην Κωνσταντινούπολη ιερείς, προκειμένου να πείσουν τον λαό για την
αναγκαιότητα της Ένωσης.
Οι απεσταλμένοι του Πάπα, καρδινάλιος Ισίδωρος και ο
αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Λεονάρδος, λειτούργησαν στην Αγία Σοφία, προκαλώντας
την αντίδραση του κόσμου, που ξεχύθηκε στους δρόμους και γέμισε τις εκκλησίες,
όπου λειτουργούσαν οι ανθενωτικοί με επικεφαλής τον μετέπειτα πατριάρχη
Γεννάδιο Σχολάριο. Το σύνθημα που κυριαρχούσε ήταν «Την γαρ Λατίνων ούτε βοήθειαν
ούτε την ένωσιν χρήζομεν. Απέστω αφ' ημών η των αζύμων λατρεία».
Το μίσος για τους Λατίνους δεν απέρρεε μόνο από δογματικούς
λόγους. Η λαϊκή ψυχή δεν είχε ξεχάσει τη βαρβαρότητα που επέδειξαν οι
Σταυροφόροι στην Πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, ενώ αντιδρούσε στην
οικονομική διείσδυση της Βενετίας και της Γένουας, που είχε φέρει στα πρόθυρα
εξαθλίωσης τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας, αλλά και στην καταπίεση των
ορθοδόξων στις περιοχές, όπου κυριαρχούσαν οι καθολικοί.
Αντίθετα, οι Οθωμανοί φαίνεται ότι συμπεριφέρονταν καλύτερα
προς τους χριστιανούς. Πολλοί χριστιανοί είχαν υψηλές θέσεις στην οθωμανική
διοίκηση, ακόμη και στο στράτευμα, ενώ κυριαρχούσαν στο εμπόριο. Οι χωρικοί
πλήρωναν λιγότερους φόρους και ζούσαν με ασφάλεια. Έτσι, στην Κωνσταντινούπολη
είχε σχηματισθεί μία μερίδα που διέκειτο ευνοϊκά προς τους Οθωμανούς. Την
παράταξη αυτή εξέφραζε ο Λουκάς Νοταράς με τη φράση «Κρειττότερον εστίν ειδέναι
εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν».
Από τις αρχές του 1453 ο Μωάμεθ προετοιμαζόταν για την
κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Με έδρα την Ανδριανούπολη συγκρότησε στρατό
150.000 ανδρών και ναυτικό 400 πλοίων. Ξεχώριζε το πυροβολικό του, που ήταν
ό,τι πιο σύγχρονο για εκείνη την εποχή και ιδιαίτερα το τεράστιο πολιορκητικό
κανόνι, που είχαν φτιάξει Σάξωνες τεχνίτες. Στις 7 Απριλίου, ο σουλτάνος έστησε
τη σκηνή του μπροστά από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού και κήρυξε επίσημα την
πολιορκία της Κωνσταντινούπολης.
Ο αγώνας ήταν άνισος για τους Βυζαντινούς, που είχαν να
αντιπαρατάξουν μόλις 7.000 άνδρες, οι 2.000 από τους οποίους μισθοφόροι, κυρίως
Ενετοί και Γενουάτες, ενώ στην Πόλη είχαν απομείνει περίπου 50.000 κάτοικοι με
προβλήματα επισιτισμού.
Η Βασιλεύουσα περιβαλλόταν από ξηράς με διπλό τείχος και
τάφρο. Το τείχος αυτό, που επί 1000 χρόνια είχε βοηθήσει την Κωνσταντινούπολη
να αποκρούσει νικηφόρα όλες τις επιθέσεις των εχθρών της, τώρα ήταν έρμαιο του
πυροβολικού του σουλτάνου, που από τις 12 Απριλίου άρχισε καθημερινούς
κανονιοβολισμούς.
Οι Τούρκοι προσπάθησαν πολλές φορές να σπάσουν την αλυσίδα
που έφραζε τον Κεράτιο κόλπο και προστάτευε την ανατολική πλευρά της
Κωνσταντινούπολης. Στις 20 Απριλίου ένας στολίσκος με εφόδια υπό τον πλοίαρχο
Φλαντανελλά κατορθώνει να διασπάσει τον τουρκικό κλοιό μετά από φοβερή ναυμαχία
και να εισέλθει στον Κεράτιο, αναπτερώνοντας τις ελπίδες των πολιορκούμενων.
Ο Μωάμεθ κατάλαβε αμέσως ότι μόνο το πυροβολικό του δεν
έφθανε για την εκπόρθηση της Πόλης, εφόσον παρέμεινε απρόσβλητος ο Κεράτιος. Με
τη βοήθεια ενός ιταλού μηχανικού κατασκεύασε δίολκο και τη νύχτα της 21ης προς
την 22α Απριλίου, περίπου 70 πλοία σύρθηκαν από τον Βόσπορο προς τον Κεράτιο. Η
κατάσταση για τους πολιορκούμενους έγινε πλέον απελπιστική, καθώς έπρεπε να
αποσπάσουν δυνάμεις από τα τείχη για να προστατεύσουν την Πόλη από την πλευρά
του Κεράτιου, όπου δεν υπήρχαν τείχη.
Η τελική έφοδος των Οθωμανών έγινε το πρωί της 29ης Μαΐου
1453. Κατά χιλιάδες οι στρατιώτες του Μωάμεθ εφόρμησαν στη σχεδόν ανυπεράσπιστη
πόλη και την κατέλαβαν μέσα σε λίγες ώρες. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος
Παλαιολόγος, που νωρίτερα απέκρουσε με υπερηφάνεια τις προτάσεις συνθηκολόγησης
του Μωάμεθ, έπεσε ηρωικά μαχόμενος. Αφού έσφαξαν τους υπερασπιστές της Πόλης,
οι Οθωμανοί Τούρκοι προέβησαν σε εκτεταμένες λεηλασίες και εξανδραποδισμούς. Το
βράδυ, ο Μωάμεθ ο Πορθητής εισήλθε πανηγυρικά στην Αγία Σοφία και προσευχήθηκε
στον Αλλάχ «αναβάς επί της Αγίας Τραπέζης», όπως αναφέρουν οι χρονικογράφοι της
εποχής.
Το τέλος μιας αυτοκρατορίας
Ακολούθησαν εκτεταμένες λεηλασίες και σφαγές, με τον
ιστορικό Κριτόβουλο, που ανήκε στο οθωμανικό στρατόπεδο, να αναφέρει ότι δεν
υπήρξε οίκτος και η Πόλη ερημώθηκε, καθώς ο Μωάμεθ Β' – ο πλέον Πορθητής- άφησε
τα στρατεύματά του για ένα διάστημα να επιδοθούν σε πλιάτσικο ως ανταμοιβή για
την κατάκτηση της Πόλης. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, επρόκειτο για την Πόλη η
οποία προοριζόταν για πρωτεύουσα μιας νέας αυτοκρατορίας, οπότε μετά την Άλωση,
ο ίδιος έλαβε μέτρα για την αναζωογόνησή της. Η Κωνσταντινούπολη- «Ισταμπούλ»
πλέον, για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα παρέμενε πρωτεύουσα, ενός νέου
κράτους, ως το 1922, ενώ η Άλωση θα έμενε χαραγμένη στις μνήμες και τις
παραδόσεις του Ελληνισμού, τόσο σε επίπεδο ιστορίας, όσο και πέρα από αυτήν, με
τη μορφή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου να αναδεικνύεται σε μια αθάνατη,
περιτριγυρισμένη από τις ομίχλες του θρύλου, φιγούρα- αυτήν του Μαρμαρωμένου
Βασιλιά, ο οποίος επέλεξε να μην εγκαταλείψει την αυτοκρατορία του την ύστατη
στιγμή της και περιμένει την ώρα και στιγμή που θα φτάσει το πλήρωμα του χρόνου
για να την αναστήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.